- εντυχία
- ἐντυχία, η (AM)αρχ.-μσν.1. συνάντηση, συνέντευξη2. έκκληση, αίτηση, παράκληση3. αντιδικία ή κατηγορία, μήνυση4. δέηση5. (ειδ.) δέηση προς τον θεό για να τιμωρήσει τον άδικο6. λίβελλος7. μεσολάβηση, μεσιτείααρχ.1. ομιλία, συνομιλία2. άσκηση, τριβή3. πληθ. πρακτικά δικαστικών ετυμηγοριών.
Dictionary of Greek. 2013.